μεταστρεφω

μεταστρεφω
    μεταστρέφω
    μετα-στρέφω
    (aor. 1 pass. μετεστρέφθην и aor. 2 pass. μετεστράφην)
    1) поворачивать, обращать
    

(τὸ πρόσωπον πρός τι Plat.)

    στῆ μεταστρεφθείς Hom. — он остановился и повернулся (лицом к врагу);
    οἱ δὲ μεταστρέψαντες χρῶνται τῇ τέχνῃ οὐκ ὀρθῶς Plat. — они же, наоборот, пользуются своим искусством неправильно;
    μ. νόον Hom. — повернуть свою мысль в другую сторону, т.е. передумать;
    μ. ἐκ χόλου φίλον ἦτορ Hom. — отвратить свое сердце от гнева, т.е. перестать сердиться;
    med. — поворачиваться (πρός τι Arph. и εἴς τι NT.);
    ἐπὴ τὰ προειρημένα μ. Plat. — возвращаться к уже сказанному

    2) переворачивать, выворачивать
    

(τοὺς λόγους ἄνω καὴ κάτω Plat.)

    3) изменять
    

ὁρᾷς γὰρ τἄμ΄ ὅσῳ μετεστράφη Eur. — ты ведь видишь, как переменилась моя судьба

    4) извращать, искажать
    

(τὰς αἰτίας Dem.; τὸ δίκαιον Arst.)

    5) заменять, ставить (что-л.) вместо (чего-л.)
    

(ἀντὴ τοῦ ἰῶτα ἦτα Plat.)

    6) отменять
    

(τὸ ψήφισμα Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Полезное


Смотреть что такое "μεταστρεφω" в других словарях:

  • μεταστρέφω — turn about pres subj act 1st sg μεταστρέφω turn about pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρέφω — μεταστρέφω, μετέστρεψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεταστρέφω — (ΑΜ μεταστρέφω, Μ και ματαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς άλλη διεύθυνση ή δίδω σε κάτι άλλη κατεύθυνση («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», Αριστοτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μεταστρέφω — μετάστρεψα και μετέστρεψα, μεταστράφηκα, μεταστραμμένος, στρέφω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, αλλάζω την πορεία: Η παρουσία του στην τηλεοπτική εκπομπή μετάστρεψε την κοινή γνώμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταστρέφεσθε — μεταστρέφω turn about pres imperat mp 2nd pl μεταστρέφω turn about pres ind mp 2nd pl μεταστρέφω turn about imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρέφῃ — μεταστρέφω turn about pres subj mp 2nd sg μεταστρέφω turn about pres ind mp 2nd sg μεταστρέφω turn about pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρέψει — μεταστρέφω turn about aor subj act 3rd sg (epic) μεταστρέφω turn about fut ind mid 2nd sg μεταστρέφω turn about fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρέψω — μεταστρέφω turn about aor subj act 1st sg μεταστρέφω turn about fut ind act 1st sg μεταστρέφω turn about aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρέψῃ — μεταστρέφω turn about aor subj mid 2nd sg μεταστρέφω turn about aor subj act 3rd sg μεταστρέφω turn about fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστραφέντα — μεταστρέφω turn about aor part pass neut nom/voc/acc pl μεταστρέφω turn about aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστρεφθέντα — μεταστρέφω turn about aor part pass neut nom/voc/acc pl μεταστρέφω turn about aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»